κερασένιος

κερασένιος
α, ο
1) черешневый, из черешни (о варенье, древесине и т. п.); 2) похожий на черешню; 3) ярко-красный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κερασένιος" в других словарях:

  • κερασένιος — α, ο [κεράσι] 1. ο κατασκευασμένος από ξύλο κερασιάς 2. αυτός που έχει το σχήμα ή το χρώμα τού κερασιού («κερασένια χείλη») …   Dictionary of Greek

  • κερασένιος, -ια, -ιο — 1. αυτός που έχει γίνει από ξύλο κερασιάς. 2. αυτός που έχει το σχήμα ή το χρώμα κερασιού: Έχει κερασένια χείλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»